- στατός
- -ή, -όν, Α1. αυτός που έχει σταθεί σε κάποιο σημείο, που δεν κινήθηκε ή δεν κινείται (α. «στατὸν ὕδωρ» — στάσιμο νερό, Σοφ.β. «στατὸς ἵππος» — ίππος που έχει μείνει για μακρό χρονικό διάστημα μέσα στον στάβλο, Ομ. Ιλ.)2. αφιερωμένος, ανατεθειμένος (α. «στατὸν λίκνον», Σοφ.β. «στατὸς λίθος», Ανθ. Παλ.)3. (για αγγείο) αυτός που έχει επίπεδη βάση ώστε να στέκεται όρθιος χωρίς στήριγμα (α. «ψυκτήριον στατόν», επιγρ.β. «ψυκτηρίσκον στατόν», πάπ.)4. το αρσ. ως ουσ. ὁ στατόςαγγείο με επίπεδη βάση, ώστε να στέκεται όρθιο («στατὸς καὶ κάδος», επιγρ.)5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ στατοίονομασία αρχόντων τής Σπάρτης, οι αγαθοεργοί*6. φρ. α) «στατὸς θώραξ» — αλύγιστος θώρακας (Σχόλ. Αριστοφ.)β) «στατὸς χιτών» — χιτώνας χυτός, χωρίς πτυχώσεις (Δουρ.)γ) «στατοὶ ἱερεῑς» — μόνιμοι ιερείς τής Ρόδου επιγρ.δ) «στατὰ αὐτόματα» — στημένες αυτόματες συσκευές με τρόπο που να κάνουν ορισμένες κινήσεις (Ήρων).[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ἵστημι* + επίθημα -τός. Το ρηματικό επίθ. αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. sthi-ta και λατ. stă-tus].
Dictionary of Greek. 2013.